κοσμήτρια

κοσμήτρια
κοσμ-ήτρια, ,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμήτρια — η (Α κοσμήτρια) βλ. κοσμητής …   Dictionary of Greek

  • κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …   Dictionary of Greek

  • ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • σαραχηρώ — Α (κατά τον Βηρωσσ. και τον Ησύχ.) «ἡ κοσμήτρια τῆς Ἥρας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”